πλακόστρωση

πλακόστρωση
η
η επίστρωση, κάλυψη με πλάκες: Η πλακόστρωση γίνεται από ειδικό τεχνίτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλακόστρωση — η, Ν 1. τεχνολ. η επίστρωση μιας επιφάνειας, δαπέδου, τοίχου, πεζοδρομίου, δρόμου κ.λπ., με πλάκες από φυσικά υλικά, όπως ασβεστόλιθο, σχιστόλιθο, βασάλτη, πορφυρίτη κ.λπ., που έχουν λειανθεί στην ανώτερη επιφάνειά τους, είτε με πλάκες από μπετόν …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Παλαιάς Λατομικής Τέχνης, Υπαίθριο — Το πρώτο στην Eλλάδα, και από τα ελάχιστα του είδους του στον κόσμο, μουσείο λατομικής τέχνης δημιουργήθηκε από το 1994 έως το 1998 στον Διόνυσο Αττικής, σε μια έκταση 135 στρεμμάτων, στη θέση Αλούλα. Aποτελεί ιδιωτική πρωτοβουλία της… …   Dictionary of Greek

  • αβακοστρώστης — ο [αβακοστρώνω] τεχνίτης που ασχολείται με την πλακόστρωση τού εδάφους …   Dictionary of Greek

  • πλάκωμα — το, Ν [πλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλακώνω, η επίστρωση τοίχων ή δαπέδου με πλάκες, πλακόστρωση 2. η πίεση που ασκείται σε κάτι με την τοποθέτηση βάρους επάνω του 3. μτφ. αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι ή στο στήθος («ψυχικό… …   Dictionary of Greek

  • πλάκωση — η / πλάκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πλακώ] η πλακόστρωση νεοελλ. μτφ. αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι, στο στήθος ή στην καρδιά, πλάκωμα …   Dictionary of Greek

  • πλακόστρωμα — το, Ν [πλακοστρώνω] η πλακόστρωση …   Dictionary of Greek

  • στορά — ἡ, Α υπόστρωμα από πέτρες, πάνω στο οποίο γινόταν η πλακόστρωση ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στορ τού στόρνυμι* (πρβλ. στορεύς)] …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδωμα ή κρηπίδα — Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης,… …   Dictionary of Greek

  • πλακόστρωμα — το, ατος βλ. πλακόστρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”